εκπιέζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκπιέζω < αρχαία ελληνική ἐκπιέζω < ἐκ + πιέζω

εκπιέζω (παθητική φωνή: εκπιέζομαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]