εκπιέζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκπιέζω < αρχαία ελληνική ἐκπιέζω < ἐκ + πιέζω
Ρήμα
[επεξεργασία]εκπιέζω (παθητική φωνή: εκπιέζομαι)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκπιέζω | εκπίεζα | θα εκπιέζω | να εκπιέζω | εκπιέζοντας | |
β' ενικ. | εκπιέζεις | εκπίεζες | θα εκπιέζεις | να εκπιέζεις | εκπίεζε | |
γ' ενικ. | εκπιέζει | εκπίεζε | θα εκπιέζει | να εκπιέζει | ||
α' πληθ. | εκπιέζουμε | εκπιέζαμε | θα εκπιέζουμε | να εκπιέζουμε | ||
β' πληθ. | εκπιέζετε | εκπιέζατε | θα εκπιέζετε | να εκπιέζετε | εκπιέζετε | |
γ' πληθ. | εκπιέζουν(ε) | εκπίεζαν εκπιέζαν(ε) |
θα εκπιέζουν(ε) | να εκπιέζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκπίεσα | θα εκπιέσω | να εκπιέσω | εκπιέσει | ||
β' ενικ. | εκπίεσες | θα εκπιέσεις | να εκπιέσεις | εκπίεσε | ||
γ' ενικ. | εκπίεσε | θα εκπιέσει | να εκπιέσει | |||
α' πληθ. | εκπιέσαμε | θα εκπιέσουμε | να εκπιέσουμε | |||
β' πληθ. | εκπιέσατε | θα εκπιέσετε | να εκπιέσετε | εκπιέστε | ||
γ' πληθ. | εκπίεσαν εκπιέσαν(ε) |
θα εκπιέσουν(ε) | να εκπιέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκπιέσει | είχα εκπιέσει | θα έχω εκπιέσει | να έχω εκπιέσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκπιέσει | είχες εκπιέσει | θα έχεις εκπιέσει | να έχεις εκπιέσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκπιέσει | είχε εκπιέσει | θα έχει εκπιέσει | να έχει εκπιέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκπιέσει | είχαμε εκπιέσει | θα έχουμε εκπιέσει | να έχουμε εκπιέσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκπιέσει | είχατε εκπιέσει | θα έχετε εκπιέσει | να έχετε εκπιέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκπιέσει | είχαν εκπιέσει | θα έχουν εκπιέσει | να έχουν εκπιέσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκπιέζω
|