εκπλήττω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκπλήττω < αρχαία ελληνική ἐκπλήττω, αττικός τύπος του ἐκπλήσσω
Ρήμα[επεξεργασία]
εκπλήττω
- → δείτε τη λέξη εκπλήσσω
εκπλήττω