εκπλειστηρίασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκπλειστηρίασμα < εκπλειστηριάζω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκπλειστηρίασμα ουδέτερο
- το ποσό με το οποίο πουλήθηκε κάτι σε κάποιον πλειστηριασμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκπλειστηρίασμα
|