εκπλειστηριαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκπλειστηριαστής < εκπλειστηριάζω + -τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκπλειστηριαστής αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που εκπλειστηριάζει, που κάνει εκπλειστηριασμούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκπλειστηριαστής
|