εκπληκτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
εκπληκτικά < εκπληκτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
εκπληκτικά
- κατά τρόπο που προκαλεί έκπληξη, που ξαφνιάζει
- (μεταφορικά) πάρα πολύ, έντονα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκπληκτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εκπληκτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκπληκτικό