εκπλύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκπλύνω < αρχαία ελληνική ἐκπλύνω < ἐκ + πλύνω

Ρήμα[επεξεργασία]

εκπλύνω ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]