εκπονημένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκπονημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκπονώ
Μετοχή
[επεξεργασία]εκπονημένος -η -ο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκπονημένος
|