εκπονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκπονώ < αρχαία ελληνική ἐκπονέω, -ῶ < ἐκ + πόνος ("κόπος")

εκπονώ, πρτ.: εκπονούσα, στ.μέλλ.: θα εκπονήσω, αόρ.: εκπόνησα, παθ.φωνή: εκπονούμαι, μτχ.π.π.: εκπονημένος

  1. (μεταβατικό) ασχολούμαι συστηματικά και με ιδιαίτερη φροντίδα με την παραγωγή (πνευματικού συνήθως) έργου
    οι απόφοιτοι της σχολής παίρνουν το πτυχίο τους, αφού εκπονήσουν διπλωματική εργασία

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]