εκπτώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκπτώσεις < πληθυντικός αριθμός του έκπτωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκπτώσεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]