εκρηγνυόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκρηγνυόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκρηγνυόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἐκρηγνύω («αφήνω να αναβλύσει»). Δείτε και ἐκρήγνυμι
Μετοχή[επεξεργασία]
εκρηγνυόμενος
- (αρχαιοπρεπές) μονοτονική γραφή της λέξης ἐκρηγνυόμενος, αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση έκρηξης
- ↪ τα εκρηγνυόμενα ηφαίστεια αναβλύζουν ή εκτοξεύουν λάβα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ἐκρηγνύμενος (αρχαία ελληνικά, μετοχή του ἐκρήγνυμι)
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)