εκρηξιγενής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ρηξιγενής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκρηξιγενής η εκρηξιγενής το εκρηξιγενές
      γενική του εκρηξιγενούς* της εκρηξιγενούς του εκρηξιγενούς
    αιτιατική τον εκρηξιγενή την εκρηξιγενή το εκρηξιγενές
     κλητική εκρηξιγενή(ς) εκρηξιγενής εκρηξιγενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκρηξιγενείς οι εκρηξιγενείς τα εκρηξιγενή
      γενική των εκρηξιγενών των εκρηξιγενών των εκρηξιγενών
    αιτιατική τους εκρηξιγενείς τις εκρηξιγενείς τα εκρηξιγενή
     κλητική εκρηξιγενείς εκρηξιγενείς εκρηξιγενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκρηξιγενής < αρχαία ελληνική ἔκρηξι(ς) + -γενής, (απόδοση για τη γαλλική éruptif)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.kɾi.ksi.ʝeˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κρη‐ξι‐γε‐νής

Επίθετο[επεξεργασία]

εκρηξιγενής, -ής, -ές

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]