εκριζωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκριζωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκριζώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
εκριζωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εκριζώνω