εκστασιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]εκστασιάζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκστασιάζω | εκστασίαζα | θα εκστασιάζω | να εκστασιάζω | εκστασιάζοντας | |
β' ενικ. | εκστασιάζεις | εκστασίαζες | θα εκστασιάζεις | να εκστασιάζεις | εκστασίαζε | |
γ' ενικ. | εκστασιάζει | εκστασίαζε | θα εκστασιάζει | να εκστασιάζει | ||
α' πληθ. | εκστασιάζουμε | εκστασιάζαμε | θα εκστασιάζουμε | να εκστασιάζουμε | ||
β' πληθ. | εκστασιάζετε | εκστασιάζατε | θα εκστασιάζετε | να εκστασιάζετε | εκστασιάζετε | |
γ' πληθ. | εκστασιάζουν(ε) | εκστασίαζαν εκστασιάζαν(ε) |
θα εκστασιάζουν(ε) | να εκστασιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκστασίασα | θα εκστασιάσω | να εκστασιάσω | εκστασιάσει | ||
β' ενικ. | εκστασίασες | θα εκστασιάσεις | να εκστασιάσεις | εκστασίασε | ||
γ' ενικ. | εκστασίασε | θα εκστασιάσει | να εκστασιάσει | |||
α' πληθ. | εκστασιάσαμε | θα εκστασιάσουμε | να εκστασιάσουμε | |||
β' πληθ. | εκστασιάσατε | θα εκστασιάσετε | να εκστασιάσετε | εκστασιάστε | ||
γ' πληθ. | εκστασίασαν εκστασιάσαν(ε) |
θα εκστασιάσουν(ε) | να εκστασιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκστασιάσει | είχα εκστασιάσει | θα έχω εκστασιάσει | να έχω εκστασιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκστασιάσει | είχες εκστασιάσει | θα έχεις εκστασιάσει | να έχεις εκστασιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκστασιάσει | είχε εκστασιάσει | θα έχει εκστασιάσει | να έχει εκστασιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκστασιάσει | είχαμε εκστασιάσει | θα έχουμε εκστασιάσει | να έχουμε εκστασιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκστασιάσει | είχατε εκστασιάσει | θα έχετε εκστασιάσει | να έχετε εκστασιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκστασιάσει | είχαν εκστασιάσει | θα έχουν εκστασιάσει | να έχουν εκστασιάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκστασιάζω
|