εκστομισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
εκστομισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εκστομίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκστομισμένος
|