εκστομισμένος
Εμφάνιση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]εκστομισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εκστομίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκστομισμένος
|