εκστρατευτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκστρατευτικός η εκστρατευτική το εκστρατευτικό
      γενική του εκστρατευτικού της εκστρατευτικής του εκστρατευτικού
    αιτιατική τον εκστρατευτικό την εκστρατευτική το εκστρατευτικό
     κλητική εκστρατευτικέ εκστρατευτική εκστρατευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκστρατευτικοί οι εκστρατευτικές τα εκστρατευτικά
      γενική των εκστρατευτικών των εκστρατευτικών των εκστρατευτικών
    αιτιατική τους εκστρατευτικούς τις εκστρατευτικές τα εκστρατευτικά
     κλητική εκστρατευτικοί εκστρατευτικές εκστρατευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκστρατευτικός < εκστρατεύω + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εκστρατευτικός

  • που έχει σχέση με την εκστρατεία, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή ή έχει συσταθεί μ’ αυτόν τον σκοπό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]