εκτέλεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛˈktɛ.lɛ.si/
- συλλαβισμός : ε‐κτέ‐λε‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκτέλεση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκτελώ
- η συμβολή στην πραγματοποίηση κάποιου σχεδίου ή οδηγιών
- (νομική) η εφαρμογή στην πράξη μιας δικαστικής απόφασης
- η θανάτωση
- (κατ' επέκταση) ή δολοφονία
- η ερμηνεία τραγουδιού ή σύνθεσης μουσικής
- (πληροφορική) πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή σε κατάσταση λειτουργίας
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκτέλεση
πληροφορική
|