εκτίναξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκτίναξη | οι | εκτινάξεις |
γενική | της | εκτίναξης* | των | εκτινάξεων |
αιτιατική | την | εκτίναξη | τις | εκτινάξεις |
κλητική | εκτίναξη | εκτινάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτινάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκτίναξη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκτίναξη θηλυκό
- σφοδρή εκτόξευση-εκσφενδόνιση