εκτίω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκτίω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκτίνω με σφαλερή ταύτιση προς το αρχαία ελληνική τίω (τιμώ), διαφορετικής ετυμολογίας [1]
Η σύγχυση των δύο ρημάτων τίνω και τίω, από την αρχαιότητα έως και σήμερα, καθώς ο μέλλοντας τίσω και ο αόριστος ἔτισα συνέπιπταν.
Η μορφή εκτίω είναι πολύ συνηθισμένη, σε σχέση με το ετυμολογικά ακριβέστερο εκτίνω. [2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈkti.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κτί‐ω
παλιότερος συλλαβισμός: εκ‐τί‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

εκτίω, πρτ.: εξέτια, στ.μέλλ.: θα εκτίσω, αόρ.: εξέτισα & εκτίνω (χωρίς παθητική φωνή)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. εκτίω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. s.v. «αποτίνω», με σχόλιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.