εκταμιευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εκταμιευτικός
- που έχει σχέση με την εκταμίευση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εκταμιεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκταμιευτικός
|