εκτατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκτατικός < (ελληνιστική κοινή) ἐκτατικός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική expansible)
Επίθετο
[επεξεργασία]εκτατικός, -ή, -ό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εκτατικά
- εκτατικότητα
- → δείτε τις λέξεις εκτείνω και τείνω
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκτατικός