εκτελεσμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτελεσμένος η εκτελεσμένη το εκτελεσμένο
      γενική του εκτελεσμένου της εκτελεσμένης του εκτελεσμένου
    αιτιατική τον εκτελεσμένο την εκτελεσμένη το εκτελεσμένο
     κλητική εκτελεσμένε εκτελεσμένη εκτελεσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτελεσμένοι οι εκτελεσμένες τα εκτελεσμένα
      γενική των εκτελεσμένων των εκτελεσμένων των εκτελεσμένων
    αιτιατική τους εκτελεσμένους τις εκτελεσμένες τα εκτελεσμένα
     κλητική εκτελεσμένοι εκτελεσμένες εκτελεσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκτελεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκτελώ, εκτελούμαι

Μετοχή[επεξεργασία]

εκτελεσμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εκτελούμαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]