εκτελεσμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκτελεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκτελώ, εκτελούμαι
Μετοχή
[επεξεργασία]εκτελεσμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εκτελούμαι
εκτελεσμένος, -η, -ο