εκτενώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκτενώς < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
[επεξεργασία]εκτενώς λεπτομερώς, σε έκταση, σε μάκρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκτενώς
|