εκτονώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εκτονώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκτονώνω
- θα εκτονώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκτονώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εκτονώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκτόνωση