εκτοξεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκτοξεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκτοξεύω < ἐκ + τοξεύω < τόξον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ktoˈkse.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κτο‐ξεύ‐ω
- παλιότερος συλλαβισμός : εκ‐το‐ξεύ‐ω
Ρήμα
[επεξεργασία]εκτοξεύω, αόρ.: εκτόξευσα, παθ.φωνή: εκτοξεύομαι, π.αόρ.: εκτοξεύθηκα/εκτοξεύτηκα, μτχ.π.π.: εκτοξευμένος
- πετάω κάτι δυνατά προς τα κάπου
- ※ Η Ελλάδα εκτοξεύει σήμερα δύο μικροδορυφόρους[1]
- (μεταφορικά) εξαπολύω (π.χ. κατηγορίες, απειλές κ.λπ.)
- ※ Απειλές για αναστολή των ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων εκτοξεύει το Βερολίνο κατά της Αγκύρας προκειμένου να ...[2]
- (μεταφορικά) μεγαλώνω απότομα και σε υπερβολικό βαθμό
- ※ Η αβεβαιότητα εκτόξευσε τα «φέσια» στην αγορά[3]
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις εκ, τοξεύω και τόξο
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκτοξεύω | εκτόξευα | θα εκτοξεύω | να εκτοξεύω | εκτοξεύοντας | |
β' ενικ. | εκτοξεύεις | εκτόξευες | θα εκτοξεύεις | να εκτοξεύεις | εκτόξευε | |
γ' ενικ. | εκτοξεύει | εκτόξευε | θα εκτοξεύει | να εκτοξεύει | ||
α' πληθ. | εκτοξεύουμε | εκτοξεύαμε | θα εκτοξεύουμε | να εκτοξεύουμε | ||
β' πληθ. | εκτοξεύετε | εκτοξεύατε | θα εκτοξεύετε | να εκτοξεύετε | εκτοξεύετε | |
γ' πληθ. | εκτοξεύουν(ε) | εκτόξευαν εκτοξεύαν(ε) |
θα εκτοξεύουν(ε) | να εκτοξεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκτόξευσα | θα εκτοξεύσω | να εκτοξεύσω | εκτοξεύσει | ||
β' ενικ. | εκτόξευσες | θα εκτοξεύσεις | να εκτοξεύσεις | εκτόξευσε | ||
γ' ενικ. | εκτόξευσε | θα εκτοξεύσει | να εκτοξεύσει | |||
α' πληθ. | εκτοξεύσαμε | θα εκτοξεύσουμε | να εκτοξεύσουμε | |||
β' πληθ. | εκτοξεύσατε | θα εκτοξεύσετε | να εκτοξεύσετε | εκτοξεύστε | ||
γ' πληθ. | εκτόξευσαν εκτοξεύσαν(ε) |
θα εκτοξεύσουν(ε) | να εκτοξεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκτοξεύσει | είχα εκτοξεύσει | θα έχω εκτοξεύσει | να έχω εκτοξεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκτοξεύσει | είχες εκτοξεύσει | θα έχεις εκτοξεύσει | να έχεις εκτοξεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκτοξεύσει | είχε εκτοξεύσει | θα έχει εκτοξεύσει | να έχει εκτοξεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκτοξεύσει | είχαμε εκτοξεύσει | θα έχουμε εκτοξεύσει | να έχουμε εκτοξεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκτοξεύσει | είχατε εκτοξεύσει | θα έχετε εκτοξεύσει | να έχετε εκτοξεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκτοξεύσει | είχαν εκτοξεύσει | θα έχουν εκτοξεύσει | να έχουν εκτοξεύσει |
|
Παθητικοί τύποι εξαρητμένοι: εκοξευτώ, εκτοξευθώ, αόριστοι: εκτοξεύτηκα, εκτοξεύθηκα
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκτοξεύομαι | εκτοξευόμουν(α) | θα εκτοξεύομαι | να εκτοξεύομαι | ||
β' ενικ. | εκτοξεύεσαι | εκτοξευόσουν(α) | θα εκτοξεύεσαι | να εκτοξεύεσαι | ||
γ' ενικ. | εκτοξεύεται | εκτοξευόταν(ε) | θα εκτοξεύεται | να εκτοξεύεται | ||
α' πληθ. | εκτοξευόμαστε | εκτοξευόμαστε εκτοξευόμασταν |
θα εκτοξευόμαστε | να εκτοξευόμαστε | ||
β' πληθ. | εκτοξεύεστε | εκτοξευόσαστε εκτοξευόσασταν |
θα εκτοξεύεστε | να εκτοξεύεστε | (εκτοξεύεστε) | |
γ' πληθ. | εκτοξεύονται | εκτοξεύονταν εκτοξευόντουσαν |
θα εκτοξεύονται | να εκτοξεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκτοξεύτηκα | θα εκτοξευτώ | να εκτοξευτώ | εκτοξευτεί | ||
β' ενικ. | εκτοξεύτηκες | θα εκτοξευτείς | να εκτοξευτείς | εκτοξεύσου | ||
γ' ενικ. | εκτοξεύτηκε | θα εκτοξευτεί | να εκτοξευτεί | |||
α' πληθ. | εκτοξευτήκαμε | θα εκτοξευτούμε | να εκτοξευτούμε | |||
β' πληθ. | εκτοξευτήκατε | θα εκτοξευτείτε | να εκτοξευτείτε | εκτοξευτείτε | ||
γ' πληθ. | εκτοξεύτηκαν εκτοξευτήκαν(ε) |
θα εκτοξευτούν(ε) | να εκτοξευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκτοξευτεί | είχα εκτοξευτεί | θα έχω εκτοξευτεί | να έχω εκτοξευτεί | εκτοξευμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκτοξευτεί | είχες εκτοξευτεί | θα έχεις εκτοξευτεί | να έχεις εκτοξευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκτοξευτεί | είχε εκτοξευτεί | θα έχει εκτοξευτεί | να έχει εκτοξευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκτοξευτεί | είχαμε εκτοξευτεί | θα έχουμε εκτοξευτεί | να έχουμε εκτοξευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκτοξευτεί | είχατε εκτοξευτεί | θα έχετε εκτοξευτεί | να έχετε εκτοξευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκτοξευτεί | είχαν εκτοξευτεί | θα έχουν εκτοξευτεί | να έχουν εκτοξευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκτοξευμένος - είμαστε, είστε, είναι εκτοξευμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκτοξευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκτοξευμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκτοξευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκτοξευμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκτοξευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκτοξευμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ http://www.militaire.gr/, militaire.gr, 18/04/2017 11:08, http://www.militaire.gr/η-ελλάδα-εκτοξεύει-σήμερα-δύο-μικροδο/
- ↑ Απειλές προς την Άγκυρα εκτοξεύει το Βερολίνο, 20/07/2017, http://www.ant1iwo.com/news/kosmos/article/276051/apeiles-pros-tin-agura-ektoxeuei-to-verolino-/
- ↑ Η αβεβαιότητα εκτόξευσε τα «φέσια» στην αγορά -Αλμα ακάλυπτων επιταγών τον Ιανουάριο, 20/02/2017 10:12, http://www.iefimerida.gr/news/320242/i-avevaiotita-ektoxeyse-ta-fesia-stin-agora-alma-akalypton-epitagon-ton-ianoyario
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εκ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)