εκτουρκισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκτουρκισμός < εκτουρκίζω + -μός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκτουρκισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκτουρκίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκτουρκισμός
|