εκτροπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκτροπή | οι | εκτροπές |
γενική | της | εκτροπής | των | εκτροπών |
αιτιατική | την | εκτροπή | τις | εκτροπές |
κλητική | εκτροπή | εκτροπές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκτροπή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκτροπή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτρέπω και του εκτρέπομαι
- (κυριολεκτικά) το να βγάζω ή να βγαίνει κάτι από την κανονική πορεία ή κατεύθυνση
- οι εκτροπές ποταμών έγιναν μόδα και απειλούν την Πίνδο (δελτίο τύπου WWF, 05-11-2009)
- (για την τηλεφωνία) η αυτόματη μεταφορά σε δεύτερο αριθμό, όλων των κλήσεων που γίνονται σε συγκεκριμένο αριθμό
- έχω κάνει εκτροπή των κλήσεων από το σπίτι στο κινητό μου
- (κατʼ επέκταση) η ειδική εντολή που χρειάζεται για να γίνει αυτή η αυτόματη μεταφορά
- (κυριολεκτικά) το να βγάζω ή να βγαίνει κάτι από την κανονική πορεία ή κατεύθυνση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκτροπή