εκτροχιασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκτροχιασμός < εκτροχιάζω + -μός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκτροχιασμός αρσενικό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτροχιάζω ή του εκτροχιάζομαι
- το εκούσιο ή ακούσιο βγάλσιμο βαγονιού ήαμαξοστοιχίας από τις γραμμές
- (μεταφορικά) η απομάκρυνση από τη σωστή συμπεριφορά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εκτροχιάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκτροχιασμός