εκτυλίγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκτυλίγω < εκτυλίσσω (εκ + τυλίσσω)

Ρήμα[επεξεργασία]

εκτυλίγω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]