εκφαυλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκφαυλίζω, εκμαυλίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκφαυλίζω < ελληνιστική κοινή ἐκφαυλίζω < αρχαία ελληνική φαῦλος

Ρήμα[επεξεργασία]

εκφαυλίζω (παθητική φωνή: εκφαυλίζομαι)

  1. κάνω κάτι χειρότερο, φαύλο
  2. διαφθείρω, εξαχρειώνω (από ηθική άποψη)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]