Μετάβαση στο περιεχόμενο

εκφοβισμός

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκφοβισμός οι εκφοβισμοί
      γενική του εκφοβισμού των εκφοβισμών
    αιτιατική τον εκφοβισμό τους εκφοβισμούς
     κλητική εκφοβισμέ εκφοβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκφοβισμός < εκφοβίζω + -μός < αρχαία ελληνική ἐκφοβέω / ἐκφοβῶ < φοβέω / φοβῶ < φόβος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εκφοβισμός αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]