εκφορτωτήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκφορτωτήρας οι εκφορτωτήρες
      γενική του εκφορτωτήρα των εκφορτωτήρων
    αιτιατική τον εκφορτωτήρα τους εκφορτωτήρες
     κλητική εκφορτωτήρα εκφορτωτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκφορτωτήρας < εκφορτώνω + -τήρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκφορτωτήρας αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]