εκφράστρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκφράστρια θηλυκό
- (σπάνιο) θηλυκό του εκφραστής
- Η βουλευτής Μισέλ Μπάκμαν, εκφράστρια των θέσεων των «Πάρτι τσαγιού», υποστηρίζει ότι… (*)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκφράστρια
|
|