εκφραστικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκφραστικά < εκφραστικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]εκφραστικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκφραστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]εκφραστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκφραστικό