εκφωνητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
εκφωνητής < εκφωνώ, εκφωνη- + -τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκφωνητής αρσενικό (θηλυκό εκφωνήτρια)
- αυτός που εκφωνεί κάποιο κείμενο
- (ειδικότερα, επάγγελμα) αυτός που κάνει τις εκφωνήσεις σε ραδιοφωνικό σταθμό