εκχερσώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκχερσώνω < μεσαιωνική ελληνική ἐκχερσῶ[1] < ἐκ + (ελληνιστική κοινή) χερσόω, -ῶ < αρχαία ελληνική χέρσος[2] ((μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική ξεχερσώνω)

Ρήμα[επεξεργασία]

εκχερσώνω, αόρ.: εκχέρσωσα, παθ.φωνή: εκχερσώνομαι, π.αόρ.: εκχερσώθηκα, μτχ.π.π.: εκχερσωμένος

Παράγωγα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. εκχερσώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)