εκχριστιανισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκχριστιανισμός < εκχριστιαν-ίζω + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκχριστιανισμός αρσενικό
- η διαδικασία με την οποία ένας λαός ή ομάδα ανθρώπων υιοθετεί τον χριστιανισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκχριστιανισμός