εκχυδαϊστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ek.çi.ða.i.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐χυ‐δα‐ι‐στι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
εκχυδαϊστικός
- που συμβάλλει στον εκχυδαϊσμό, που εκχυδαΐζει
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκχυδαϊστικός
|