εκχωρητήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκχωρητήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εκχωρητήριος
- (μαρτυρείται από το 1889)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκχωρητήριο ουδέτερο
- η νομική πράξη με την οποία γίνεται η εκχώρηση αξιώσης
- (συνεκδοχικά) το έγγραφο της εκχώρησης
- συντακτικό λάθος στο εκχωρητήριο