εκχύμωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκχύμωση | οι | εκχυμώσεις |
γενική | της | εκχύμωσης* | των | εκχυμώσεων |
αιτιατική | την | εκχύμωση | τις | εκχυμώσεις |
κλητική | εκχύμωση | εκχυμώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκχυμώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκχύμωση < αρχαία ελληνική ἐκχύμωσις
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ekˈçi.mo.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκχύμωση θηλυκό
- (ιατρική) η εκροή αίματος από τα τριχοειδή αγγεία με ταυτόχρονο μελάνιασμα του δέρματος λόγω αιματώματος, χωρίς όμως να διαρραγεί τελείως η συνέχεια του δέρματος
- (συνεκδοχικά) το σχετικό αιμάτωμα που δημιουργείται
- η βιομηχανική παραγωγή χυμών από στύψιμο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εκχύμωμα
- εκχυμώνομαι
- → δείτε τις λέξεις εκ και χυμός