εκχύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκχύω < έκχυση

Ρήμα[επεξεργασία]

εκχύω

  1. προκαλώ έκχυση ή εκχύμωση
  2. αποβάλλω ποσότητα υγρού από αγγείο ή σπλάχνο μετά από κάποια κάκωση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]