ελάφρυνση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελάφρυνση | οι | ελαφρύνσεις |
γενική | της | ελάφρυνσης* | των | ελαφρύνσεων |
αιτιατική | την | ελάφρυνση | τις | ελαφρύνσεις |
κλητική | ελάφρυνση | ελαφρύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ελαφρύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελάφρυνση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ελαφρύνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελάφρυνση
|