ελίφι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελίφι < τουρκική lif < αραβική ليف (līf)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ελίφι ουδέτερο

  • φυσικό σφουγγάρι για πλύσιμο του σώματος