ελαιογραφία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελαιογραφία θηλυκό
- η ζωγραφική με ελαιοχρώματα (λαδομπογιές)
- ζωγραφικός πίνακας, ζωγραφισμένος με λαδομπογιές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελαιογραφία