Μετάβαση στο περιεχόμενο

ελαιογραφία

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
Ελαιογραφία που αναπαριστά βάζο με λουλούδια.
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελαιογραφία οι ελαιογραφίες
      γενική της ελαιογραφίας των ελαιογραφιών
    αιτιατική την ελαιογραφία τις ελαιογραφίες
     κλητική ελαιογραφία ελαιογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ελαιογραφία < ελαιο- + γράφω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ελαιογραφία θηλυκό

  1. η ζωγραφική με ελαιοχρώματα (λαδομπογιές)
  2. ζωγραφικός πίνακας, ζωγραφισμένος με λαδομπογιές

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]