ελαιογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελαιογραφία θηλυκό
- η ζωγραφική με ελαιοχρώματα (λαδομπογιές)
- ζωγραφικός πίνακας, ζωγραφισμένος με λαδομπογιές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελαιογραφία