ελαιοφυτεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελαιοφυτεία θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελαιοφυτεία
|
ελαιοφυτεία θηλυκό
|