ελαιοχρωματισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελαιοχρωματισμένος η ελαιοχρωματισμένη το ελαιοχρωματισμένο
      γενική του ελαιοχρωματισμένου της ελαιοχρωματισμένης του ελαιοχρωματισμένου
    αιτιατική τον ελαιοχρωματισμένο την ελαιοχρωματισμένη το ελαιοχρωματισμένο
     κλητική ελαιοχρωματισμένε ελαιοχρωματισμένη ελαιοχρωματισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελαιοχρωματισμένοι οι ελαιοχρωματισμένες τα ελαιοχρωματισμένα
      γενική των ελαιοχρωματισμένων των ελαιοχρωματισμένων των ελαιοχρωματισμένων
    αιτιατική τους ελαιοχρωματισμένους τις ελαιοχρωματισμένες τα ελαιοχρωματισμένα
     κλητική ελαιοχρωματισμένοι ελαιοχρωματισμένες ελαιοχρωματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελαιοχρωματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ελαιοχρωματίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

ελαιοχρωματισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ελαιοχρωματίζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]