ελαστογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελαστογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική elastography < ελληνιστική κοινή ἐλαστός + αρχαία ελληνική γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελαστογραφία θηλυκό
- (ιατρική) μέθοδος για τη μέτρηση της ελαστικότητας και της σκληρότητας των ιστών
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελαστογραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)