ελαστομερές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελαστομερές τα ελαστομερή
      γενική του ελαστομερούς των ελαστομερών
    αιτιατική το ελαστομερές τα ελαστομερή
     κλητική ελαστομερές ελαστομερή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελαστομερές < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική elastomer < ελληνιστική κοινή ἐλαστός + αρχαία ελληνική μέρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ελαστομερές ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]