ελαφοκέρατο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Αρσενικό κόκκινο ελάφι. Τα κέρατα κατά την περίοδο ανάπτυξης καλύπτονται από χνουδωτό προστατευτικό δέρμα, το οποίο παρέχει αιμάτωση, οξυγόνο και θρεπτικά συστατικά.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελαφοκέρατο τα ελαφοκέρατα
      γενική του ελαφοκέρατου των ελαφοκέρατων
    αιτιατική το ελαφοκέρατο τα ελαφοκέρατα
     κλητική ελαφοκέρατο ελαφοκέρατα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελαφοκέρατο < ελάφι + -ο- + κέρατο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ελαφοκέρατο ουδέτερο

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]