ελαφρομυαλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελαφρομυαλιά | οι | ελαφρομυαλιές |
γενική | της | ελαφρομυαλιάς | των | ελαφρομυαλιών |
αιτιατική | την | ελαφρομυαλιά | τις | ελαφρομυαλιές |
κλητική | ελαφρομυαλιά | ελαφρομυαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελαφρομυαλιά < ελαφρόμυαλος + -ιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελαφρομυαλιά θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ελαφρόμυαλου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελαφρομυαλιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)