ελαφρυντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ελαφρυντικός
- που ελαφραίνει κάτι, το κάνει μικρότερο
- Για τους πρώτους έξι μήνες και μέχρι την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων του 2016, δηλαδή μέχρι τον Ιούνιο 2017, βάση υπολογισμού των εισφορών θα είναι το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα του 2015. Μετά την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων του 2016, θα γίνει ο αναγκαίος συμψηφισμός – χρεωστικός ή ελαφρυντικός. (*)
- που ελαφραίνει την ευθύνη κάποιου για ένα αδίκημα ή λάθος, την κάνει μικρότερη
- (ουσιαστικοποιημένο) το ελαφρυντικό: (νομικός όρος) στοιχείο που μετριάζει την ποινή που επιβάλλεται σε κάποιον, ωθώντας σε επίδειξη επιείκειας
- Κανένα ελαφρυντικό δεν αναγνώρισε ο Άρειος Πάγος σε 32χρονο -απεξαρτημένο πλέον- χρήστη ναρκωτικών, που είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση 4 ετών επειδή πριν από 13 χρόνια έκλεψε ένα λάστιχο και μία ζάντα αυτοκινήτου με την απειλή μαχαιριού. (*)